- μυριοστό(ν)
- το см. μυριοστημόριο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυριοστός — ή, ὁ (ΑΜ μυριοστός, ή, όν) 1. αυτός που σε μιαν αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό δέκα χιλιάδες, ο δεκακισχιλιοστός («οὐδ ἂν χιλιοστός, ἴσως δ οὐδ ἂν μυριοστός», Ξεν.) 2. αυτός που είναι δέκα χιλιάδες φορές (ή πάρα πολύ) μικρότερος ως προς το… … Dictionary of Greek
μυριοστός — ή, ό 1. εκείνος που κατέχει στην αριθμητική σειρά τον αριθμό 10.000. 2. το ουδ. ως ουσ., μυριοστό το ένα από τα δέκα χιλιάδες μέρη στα οποία διαιρείται η ακέραιη μονάδα: Κανείς δε φτάνει την εξυπνάδα του ούτε στο ένα μυριοστό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυριοστημόριο — το (Α μυριοστημόριον) το μυριοστό, δηλαδή το ένα δεκάκις χιλιοστό ενός πράγματος νεοελλ. (γενικά) πάρα πολύ μικρό τμήμα, ελάχιστο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυριοστός + μόριον (πρβλ. δεκατη μόριο, τεταρτη μόριο). To η οφείλεται σε ανομοίωση προς… … Dictionary of Greek